φασκέλωμα

φασκέλωμα
το, -ατος
μούντζωμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φασκέλωμα — και σφακέλωμα, το, Ν [φασκελώνω / σφακελώνω] η ενέργεια τού φασκελώνω …   Dictionary of Greek

  • Moutza — Single moutza …   Wikipedia

  • δεκατιά — η (Μ δεκατία) [δεκάτη] ο φόρος τής δεκάτης, η δεκάτη νεοελλ. 1. ο αποδεκατισμός 2. διπλό φασκέλωμα, μούτζες και με τα δέκα δάχτυλα μσν. 1. η προσφορά στον Θεό τού ενός δεκάτου τής παραγωγής 2. παραχώρηση σε άρχοντα, καταβολή ως φόρου ή πληρωμής… …   Dictionary of Greek

  • μούντζα — και μούτζα και μούζα, η (Μ μούντζα και μούτζα και μούζα) καπνιά, μουντζούρα νεοελλ. 1. κηλίδα, μελανιά 2. επίχριση τού προσώπου κάποιου με μουντζούρα για εξευτελισμό 3. υβριστική χειρονομία με προτεταμένη την παλάμη και ανοιχτά τα δάχτυλα, αλλ.… …   Dictionary of Greek

  • μούντζωμα — και μούτζωμα, το (Μ μούντζωμα και μούζωμα) [μουντζώνω] νεοελλ. 1. το να μουντζώνει κάποιος, το να κάνει υβριστική χειρονομία με ανοιχτή την παλάμη και τεντωμένα τα δάχτυλα, φασκέλωμα 2. μτφ. εγκατάλειψη λόγω περιφρόνησης μσν. μαυρίλα, μουντζούρα …   Dictionary of Greek

  • σφακέλωμα — (I) το, Ν [σφακελούμαι] γάγγραινα. (II) το / σφακέλωμαν, ΝΜ βλ. φασκέλωμα. (III) το, Ν (μυκητ.) γένος δευτερομυκήτων που ανήκει στην τάξη μελανκονιώδη τής κλάσης κοιλομύκητες και περιλαμβάνει 50 περίπου κοσμοπολίτικα είδη …   Dictionary of Greek

  • φασκελιά — η φάσκελο, φασκέλωμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”